- δίφρια
- δίφρια επίρρ. (Α)φρ. «δίφρια συρόμενος» — ενώ τόν έσερνε ο δίφρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διφρία — διφρίᾱ , δίφριος of a chariot fem nom/voc/acc dual διφρίᾱ , δίφριος of a chariot fem nom/voc sg (attic doric aeolic) διφρίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφρια — δίφριος of a chariot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφρος — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού άρματος όπου κάθονταν ο αρματηλάτης και ο πολεμιστής. Αργότερα, ονομάστηκε δ. το ίδιο το άρμα ή η άμαξα. Στους ηρωικούς χρόνους η δ. ήταν εξάρτημα του πολεμικού άρματος, όπου κάθονταν ο ηνίοχος και ο παραβάτης… … Dictionary of Greek